αλιαης

αλιαης
    ἁλιαής
    ἁλι-ᾱής
    2
    (ᾰλ) дующий в море, т.е. благоприятный, попутный
    

(οὖροι Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αλιαης" в других словарях:

  • αλιαής — ἁλιαής, ὲς (Α) άνεμος που πνέει προς τη θάλασσα ή πάνω από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + αὴς (< πιθ. ἄος) < ἄημι «πνέω δυνατά, φυσώ»] …   Dictionary of Greek

  • ἁλιαής — ἁλιᾱής , ἁλιαής blowing seaward masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… …   Dictionary of Greek

  • βαρυαής — βαρυαής, ές (Α) 1. φρ. «βαρυαής ὕπνος» ύπνος με βαρύ φύσημα 2. αυτός που αναδίδει δυνατή οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + αής < άημι «πνέω δυνατά, φυσώ» (πρβλ. ακραής, αλιαής κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ἁλιαέες — ἁλιᾱέες , ἁλιαής blowing seaward masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιαέος — ἁλιᾱέος , ἁλιαής blowing seaward masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»